ὑποκριτικῶν

ὑποκριτικῶν
ὑποκριτικός
belonging to
fem gen pl
ὑποκριτικός
belonging to
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ταβουλάρης — Επώνυμο ηθοποιών του θεάτρου. 1. Διονύσιος (Ζάκυνθος 1840 – Αθήνα 1928). Το ταλέντο του εκδηλώθηκε πρώιμα στη γενέτειρά του, αργότερα εμφανίζεται στην Πόλη, κοντά στον Ανδρονόπουλο, στη Σμύρνη με τον αδελφό του Σπύρο, ιδρύει με τον Σούτσα θίασο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”